- φοινικοπαράδεισος
- φοινῑκο-παράδεισος, ὁ,A palm-grove, CPHerm.7 ii 24, PSI2.240.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικοπαράδεισος — ὁ, Α άλσος φοινίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + παράδεισος] … Dictionary of Greek